κλάνω — έκλασα, κλασμένος 1. αφήνω πορδές. 2. περιφρονώ κάποιον κλάνοντας μπροστά του: Τον έκλασε κι έφυγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάννω — και κλάνω (Α) κλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος μτγν. τ. τού κλώ. Βλ. και κλάνω (Ι)] … Dictionary of Greek
κλάσιμο — το [κλάνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλάνω, πορδή … Dictionary of Greek
πέρδομαι — ΝΑ αφήνω πορδή, κλάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέρδομαι ανάγεται σε εκφραστική ΙΕ ρίζα *perd «κλάνω» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. pardate, αρχ. άνω γερμ. ferzan, ρωσ. perdetĭ, λιθουαν. perdžu (πρβλ. ΙΕ ρίζα *pezd τών βδέω, βδελυρός). Στην ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
άκλαστος — (I) η, ο [κλάνω] 1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει 2. αυτός που δεν τόν φτάνει η κακοσμία τής πορδής. (II) η, ο (Α ἄκλαστος, ον) [κλῶ( άω)] αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί … Dictionary of Greek
αποπέρδομαι — ἀποπέρδομαι (Α) κλάνω … Dictionary of Greek
αποφυσώ — (AM ἀποφυσῶ, άω) διώχνω κάτι με φύσημα μσν. νεοελλ. μουγκρίζω νεοελλ. 1. μυρίζω άσχημα 2. κλάνω 3. λαχανιάζω αρχ. μσν. φρ. «ἀποφυσῶ ψυχήν, ψυχίδιον, πνεῡμα» ξεψυχώ … Dictionary of Greek
αποψοφώ — (Α ἀποψοφῶ, έω) νεοελλ. (για κοπάδι) καταστρέφομαι τελείως αρχ. 1. κλάνω 2. ηχώ δυνατά … Dictionary of Greek
βδέω — (Α) 1. πέρδομαι, κλάνω 2. αναδίδω δυσοσμία, βρομάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτός από το ενεστωτικό θ. *perd (πρβλ. πέρδομαι) υπήρχε στην Ινδοευρωπαϊκή θ. *pezd , με παρόμοια σημασία, στο οποίο ανάγεται και το ρ. βδέω. Πρόκειται για ονοματοποιημένο ρ. που… … Dictionary of Greek
καταπέρδομαι — (Α) (μόνο στον ενεργ. αόρ. β ) (χυδαία έκφραση που δηλώνει περιφρόνηση) κλάνω ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῑν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πέρδομαι] … Dictionary of Greek