κλάνω

κλάνω
(I)
(Μ κλάνω)
1. αφήνω πορδή, πέρδομαι
2. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον
νεοελλ.
1. φρ. α) «κλάσε μας...»
(σε έκφραση αγανάκτησης) παράτα μας
β) «τά 'κλασε» ή «τήν έκλασε» — φοβήθηκε
γ) «κώλος που κλάνει γιατρό δεν φοβάται» — η εξαγωγή τών αερίων τού εσωτερικού τού σώματος συντελεί στην υγεία και είναι δείγμα υγείας
2. παροιμ. α) «πέρσι έκλασε ο λαγός και φέτος μύρισε» — για γεγονότα που αναγγέλλονται πολύ μετά την τέλεσή τους
β) «έκλασε η νύφη και σχόλασε ο γάμος» — για ασήμαντο γεγονός που μεγαλοποιείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. ἔκλασα τού κλῶ «σπάζω», κατά το σχήμα ἔχασα: χάνω].
————————
(II)
κλάνω (Α)
βλ. κλάννω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλάνω — έκλασα, κλασμένος 1. αφήνω πορδές. 2. περιφρονώ κάποιον κλάνοντας μπροστά του: Τον έκλασε κι έφυγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλάννω — και κλάνω (Α) κλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος μτγν. τ. τού κλώ. Βλ. και κλάνω (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • κλάσιμο — το [κλάνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλάνω, πορδή …   Dictionary of Greek

  • πέρδομαι — ΝΑ αφήνω πορδή, κλάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέρδομαι ανάγεται σε εκφραστική ΙΕ ρίζα *perd «κλάνω» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. pardate, αρχ. άνω γερμ. ferzan, ρωσ. perdetĭ, λιθουαν. perdžu (πρβλ. ΙΕ ρίζα *pezd τών βδέω, βδελυρός). Στην ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • άκλαστος — (I) η, ο [κλάνω] 1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει 2. αυτός που δεν τόν φτάνει η κακοσμία τής πορδής. (II) η, ο (Α ἄκλαστος, ον) [κλῶ( άω)] αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί …   Dictionary of Greek

  • αποπέρδομαι — ἀποπέρδομαι (Α) κλάνω …   Dictionary of Greek

  • αποφυσώ — (AM ἀποφυσῶ, άω) διώχνω κάτι με φύσημα μσν. νεοελλ. μουγκρίζω νεοελλ. 1. μυρίζω άσχημα 2. κλάνω 3. λαχανιάζω αρχ. μσν. φρ. «ἀποφυσῶ ψυχήν, ψυχίδιον, πνεῡμα» ξεψυχώ …   Dictionary of Greek

  • αποψοφώ — (Α ἀποψοφῶ, έω) νεοελλ. (για κοπάδι) καταστρέφομαι τελείως αρχ. 1. κλάνω 2. ηχώ δυνατά …   Dictionary of Greek

  • βδέω — (Α) 1. πέρδομαι, κλάνω 2. αναδίδω δυσοσμία, βρομάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτός από το ενεστωτικό θ. *perd (πρβλ. πέρδομαι) υπήρχε στην Ινδοευρωπαϊκή θ. *pezd , με παρόμοια σημασία, στο οποίο ανάγεται και το ρ. βδέω. Πρόκειται για ονοματοποιημένο ρ. που… …   Dictionary of Greek

  • καταπέρδομαι — (Α) (μόνο στον ενεργ. αόρ. β ) (χυδαία έκφραση που δηλώνει περιφρόνηση) κλάνω ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῑν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πέρδομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”